μεταπούλημα

μεταπούλημα
το , μεταπούληση [-ις (-εως)] η перепродажа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μεταπούλημα" в других словарях:

  • μεταπούλημα — το το να πουλάει κανείς εμπόρευμα που αγόρασε σε άλλον, το ξαναπούλημα: Το μεταπούλημα των εμπορευμάτων που είχε στο μαγαζί του δεν απέφερε σημαντικά κέρδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταπούλημα — και ματαπούλημα, το [μεταπουλώ] η μεταπώληση …   Dictionary of Greek

  • μεταπώληση — η 1. (γενικά) η ενέργεια τού μεταπωλώ, η εκ νέου πώληση, το μεταπούλημα («η μεταπώληση τού σπιτιού δεν μού απέφερε τίποτε») 2. (ειδικά) η αγορά εμπορευμάτων και η πώλησή τους σε άλλον με κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»